Στέλλα Μπαζάκου – Μαραγκουδάκη

ΜΙΑ ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

Η σπουδαία φιλόλογος από την Χαλκιδική και π. διευθύντρια της «Σχολής Μωραΐτη» της Αθήνας από χθες την Δευτέρα δεν είναι πια μαζί μας… Το σπουδαίο φιλολογικό της επίτευγμα, της μετάφρασης των 32 έργων των αρχαίων τραγωδών μας Αισχύλου, Ευριπίδη και Σοφοκλή, που διασώθηκαν ολοκληρωμένα, ολοκλήρωσε την λαμπρή προσωπικότητά της. Η Στέλλα Μπαζάκου-Μαραγκουδάκη είναι η τρίτη και η τελευταία απ’ όσους επιχείρησαν να μεταφράσουν όλα τα έργα των τριών τραγικών μας ποιητών, κατά τον περασμένο αιώνα.

Από την Κατοχή ακόμη, μαθήτρια και μάλιστα αριστούχα, συμμετείχε μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ στον αγώνα για την απελευθέρωση, την δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν είχε τελειώσει ακόμη την τελευταία τάξη του Γυμνασίου Πολυγύρου και φυλακίστηκε από τους Γερμανούς στο στρατόπεδο Π. Μελά της Θεσσαλονίκης. Μετά την εκδίωξη των κατακτητών εξορίστηκε από το απελευθερωμένο -αλλά εξαρτημένο για μια ακόμη φορά από τους ξένους ελληνικό κράτος- στη Χίο, στο Τρίκερι και στη Μακρόνησο, που ήταν και ο τελευταίος σταθμός στο περιπετειώδες ταξίδι της νεαρής φιλολόγου.

Για την προσωπικότητα και τις φιλολογικές επιδόσεις της μίλησαν παλαιότερα οι Δημήτρης Μαρωνίτης και Ντίνος Χριστιανόπουλος, δυο από τους αξιότερους παλαιούς συμφοιτητές της, στις διαφορετικές -λόγω της «ανώμαλης» τότε πολιτικής κατάστασης- χρονικές περιόδους των σπουδών της στο ΑΠΘ. Από την δική μου πλευρά στάθηκα τυχερός, καθώς το καλοκαίρι του 1952, λίγο πριν εγγραφώ στο Γυμνάσιο Πολυγύρου, είχα μια απρόσμενη και σημαντική θα έλεγα συνάντηση με την νεαρή τότε φιλόλογο Στέλλα Μπαζάκου.

Τις μέρες εκείνες ήμουν πολύ στεναχωρημένος, γιατί είχα ειδοποιηθεί ότι ακυρώθηκε η υποτροφία που μου είχε δοθεί για την πρωτιά μου στις εισαγωγικές εξετάσεις των Γυμνασίων της Χαλκιδικής. Ο λόγος αυτής της πρωτόγνωρης ενέργειας δεν ήταν άλλος, παρά ο «φάκελος κοινωνικών φρονημάτων» που με ακολουθούσε παντού κι ας ήμουν μόλις 12 χρονών! Η ιδεολογική τοποθέτηση των γονιών μου αποτελούσε για τους κρατούντες το βασικό κριτήριο που «νομιμοποιούσε» την άρνησή τους να τηρήσουν τα νομοθετημένα, ασχέτως αν τέτοιες συμπεριφορές μαύριζαν την ψυχή των ανυποψίαστων παιδιών…

Καθώς η απογοήτευσή μου εκείνο το διάστημα περίσσευε, η Στέλλα επέστρεψε στον Πολύγυρο μετά από τις τόσες περιπέτειές της και λειτούργησε για μένα ως …«από μηχανής θεός»! Στο αγροτικό σπίτι της, κάπου στη συνοικία «Ανήλια» Πολυγύρου, με πήγε η μάνα μου, συνεξόριστή της νωρίτερα στην Μακρόνησο, για να την γνωρίσω και για να μου διδάξει στη συνέχεια «καλά ελληνικά», όπως μου έλεγε με απόλυτη σιγουριά.

Η Στέλλα, ικανή και καταρτισμένη φιλόλογος, αλλά προπάντων ευαίσθητη παιδαγωγός, από την πρώτη ακόμη συνάντησή μας προσπαθούσε να με παρηγορήσει για την ακύρωση της υποτροφίας μου. Στις πρώτες συναντήσεις μας και εβδομάδες πριν αναχωρήσει για την Αθήνα, εκτός από τα μαθήματα της ελληνικής γλώσσας, προσπάθησε να μου μεταλαμπαδεύσει τις αξίες που η ίδια πρέσβευε. Η γλώσσα αποτελούσε ένα ασφαλές όχημα. Επεσήμαινε στη διδασκαλία της την ουσία του λόγου, χωρίς ωστόσο να αγνοεί την μορφολογία και τη σωστή εκφορά του.

Τα λόγια της βάλσαμο, καθώς μου επαναλάμβανε με ιώβεια υπομονή και τη σιγουριά της γνώσης, πως τα σημαντικά της ζωής είναι οι προσωπικές μας κατακτήσεις, αυτές που δύσκολα μπορεί κανείς να μας στερήσει. Η ίδια η ζωή της άλλωστε επιβεβαίωνε αυτές τις επιλογές, καθώς η απογοήτευση ποτέ δεν επικάλυψε, όπως συχνά συμβαίνει, τη ζωντάνια της πρώτης νιότης. Η Στέλλα έδειχνε με τη ζωή της ότι ο ευσυνείδητος πολίτης διαθέτει τα ακαταμάχητα εφόδια και τη δύναμη ψυχής, την τόλμη και το κουράγιο που χρειάζεται για να ξεπεράσει τραύματα από προηγούμενες περιπέτειες, αλλά κι όσες απρόβλεπτες δυσκολίες θα έρχονταν.

Η ψυχολογική στήριξη των καθηγητών της στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου με εξαιρετικά υψηλές επιδόσεις ολοκλήρωσε τις σπουδές της, έπαιξε ασφαλώς σημαντικό ρόλο. Στη ζοφερή ατμόσφαιρα των απειλών και των διώξεών της, λειτούργησαν ως φάροι ελπίδας οι προσωπικότητες του Γιάννη Κακριδή, του Στυλιανού Καψωμένου, του Εμμανουήλ Κριαρά, του Στίλπωνα Κυριακίδη και του Λίνου Πολίτη. Τα ονόματά τους θα συντηρούνται στην ιστορία των ελληνικών Γραμμάτων, όχι μόνο για την επιστημονική κατάρτιση και την παιδαγωγική συμπεριφορά, αλλά και για τη σθεναρή τους στάση στα όσα συμβαίνανε τότε στη χώρα.

Όσες πρόσθετες γνώσεις θα αποκτούσε η Στέλλα, με τις μεταπτυχιακές σπουδές που πολλοί καθηγητές της πρότειναν, αλλά δεν πραγματοποίησε λόγω των διώξεών της, τις αναπλήρωσε θα μπορούσε να πει κανείς και με το παραπάνω στις φυλακές και τις εξορίες. Οι τόποι της «αναμόρφωσης» και της τιμωρίας της αποτέλεσαν το άλλο «Πανεπιστήμιο» που καμιά σχέση δεν είχε με το περιεχόμενο των εννοιών «μέγα Εκπαιδευτήριο» ή «νέος Παρθενών» που προκλητικά αποκαλούσαν το κολαστήριο θανάτου της Μακρονήσου, όσοι το ίδρυσαν το Μάη του 1947. Στον κακοτράχαλο αυτό βράχο «φιλοξενούνταν» τα πιο ζωντανά πνεύματα της Τέχνης και του Πολιτισμού της ταλαιπωρημένης από τον εμφύλιο χώρας. Ανάμεσά τους ο Κώστας Βάρναλης, η Αλέκα Παΐζη, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Κατράκης, ο Βασίλης Ρώτας και τόσοι άλλοι. Η Στέλλα ακολούθησε την κοινή μοίρα και την διαδρομή όλων αυτών των σημαντικών ανθρώπων, από την αντίσταση εναντίον των ξένων κατακτητών και τις κάθε λογής διώξεις, ως στο «νησί της αναμόρφωσης»…

Στις δύσκολες όμως μετεμφυλιοπολεμικές συνθήκες, η παραμονή της Στέλλας στον Πολύγυρο, στο γενέθλιο τόπο, γινόταν όλο και δυσκολότερη. Η αναχώρησή της για ένα μεγάλο αστικό κέντρο, όπου κατέφευγαν οι κατατρεγμένοι του εμφυλίου, έγινε πλέον αναπόφευκτη. Καθώς ούτε η Θεσσαλονίκη μπορούσε να την «κρύψει», έφτασε στην Αθήνα. Εκεί το επίπεδο γνώσεων της Στέλλας και οι ικανότητές της σύντομα αναγνωρίστηκαν. Έγινε διευθύντρια του λυκείου στη γνωστή «Σχολή Μωραΐτη», όπου θήτευσε επί εικοσιπέντε χρόνια.

Και στην Αθήνα όμως, στα ύστερα πέτρινα χρόνια της πολιτικής ζωής της χώρας, η Στέλλα είχε και πάλι περιπέτειες, έστω και σ’ ένα άλλο τομέα. Η χούντα των συνταγματαρχών επέβαλε την απόσυρση από την κυκλοφορία των μεταφράσεών της για τον «Πανηγυρικό» και τον «Φίλιππο» του Ισοκράτη, που εκδόθηκαν από τον Ο.Α.Δ.Β. για τη Μέση Εκπαίδευση. Ο λόγος στη σκοτεινή εκείνη περίοδο της ιστορίας μας ήταν ο γνωστός: «Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις», δεν δέχθηκε δηλαδή να μετατρέψει η ίδια σε καθαρεύουσα τη δημοτική γλώσσα που χρησιμοποίησε στις μεταφράσεις αυτές… Και όλα αυτά υπό την πίεση της απειλής που μας θύμισε με δήλωσή του ένας από τους πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος, ο αμετανόητος και θλιβερός, ακόμη και στα τελευταία χρόνια της ζωής του Στυλιανός Πατακός: «όσοι επιρρέπουν εις ανάρχους πράξεις θα πρέπει να εγκλείονται εν ταις φυλακαίς».

Η Στέλλα με τα προσόντα και την ευγένεια ψυχής ενός χαρισματικού ανθρώπου των Γραμμάτων και του Πολιτισμού ήταν πάντα η αγαπημένη καθηγήτρια της Σχολής Μωραΐτη. Κατά την διάρκεια της γόνιμης θητείας της σ’ αυτή δίδαξε σε έξι χιλιάδες τουλάχιστον μαθητές, πολλοί από τους οποίους έκαναν λαμπρή καριέρα στα Γράμματα και τις Τέχνες. Συχνά, όταν κατεβαίναμε στην Αθήνα και πηγαίναμε μαζί της σε διάφορες εκδηλώσεις, γινόμασταν μάρτυρες αγάπης και λατρείας πολλών καλλιτεχνών, πρώην μαθητών της!

Το γεγονός ότι το μεταφραστικό της έργο απέσπασε άριστες κριτικές και χαρακτηρίστηκε έργο ζωής δεν οφείλεται, πιστεύω, μόνο στις φιλολογικές ικανότητές της και στη βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας. Οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στις κοινωνικές ευαισθησίες που απέκτησε, όταν κάποιοι «κυνηγούσαν τη ζωή της για να την ξεμοναχιάσουν μέσα σε μια απέραντη νύχτα». Κατανόησε σε βάθος το χωροχρόνο, το πνεύμα των αρχαίων τραγωδιών και της εποχής που το γέννησε. Ίσως ήταν και ο βασικός λόγος που απέδωσε με μοναδικό τρόπο το μήνυμα ή σωστότερα το ήθος των τραγικών μας ποιητών.

Τόσο η Στέλλα Μπαζάκου, όσο και ο Βασίλης Ρώτας, ο πολυγραφότατος μεταφραστής και συγγραφέας θεατρικών και άλλων έργων, στον οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως, είχαν παρόμοιες βιωματικές εμπειρίες από την άσκηση βίας, σωματικής ή ψυχικής. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν οι προσεγγίσεις τους να είναι ανάλογες σε ό,τι αφορούσε τουλάχιστον στην ανεξέλεγκτη εξουσία, όπως αυτή καταγράφεται στις τραγωδίες, αλλά και στην ίδια τη ζωή.

Τον Βασίλη Ρώτα -όπως άλλωστε και τους περισσότερους απ’ όσους προανέφερα- είχα την τύχη να γνωρίσω σε εκδηλώσεις κινημάτων και φορέων για την Δημοκρατία, την Ειρήνη και τον Πολιτισμό, όπως ήταν η «Νεολαία Λαμπράκη», η φοιτητική πολιτιστική κίνηση «Ροτόντα», ο «Σύνδεσμος νέων για τον αφοπλισμό και την Ειρήνη Bertrand Russel» κ.ά.. Μου ήταν λοιπόν γνωστά βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, αλλά και οι θέσεις του σε κρίσιμα ζητήματα της εποχής. Οι απόψεις του, όπως και της Στέλλας Μπαζάκου -παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας τους- αποτελούσαν το απαύγασμα μιας Παιδείας με τις ίδιες αρχές, αλλά και των κοινών σκληρών εμπειριών από τις περιπέτειές τους σε φυλακές και εξορίες. Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν ότι είχαν ίδιες προσεγγίσεις σε ζητήματα άσκησης εξουσίας, ανεξάρτητα από τόπο και χρόνο. Παραθέτω δυο χαρακτηριστικές απόψεις τους.

Η πρώτη είναι από μια συνέντευξή του Βασίλη Ρώτα, στην οποία έδωσε την παρακάτω απάντηση – υποθήκη προς τους νέους:

«… Να είστε πάντα έτοιμοι για αγώνες για την ελευθερία και την ειρήνη, τίμιοι και συνεπείς, υπεύθυνοι και σεμνοί. Να κρατάτε άγρυπνο και νηφάλιο το πνεύμα του ελέγχου, κι όποιον βλέπετε να διψάει για επιβολή και εξουσία να τον παραμερίζετε αμέσως. Και να μην ξεχνάτε ποτέ πως δίκαιη εξουσία δεν υπάρχει».

Η δεύτερη είναι της Στέλλας Μπαζάκου από την μετάφραση της πάντα επίκαιρης «Αντιγόνης» του Σοφοκλή. Αναφέρεται πρώτα στη γενική καταδίκη του Κρέοντα, του άλλου ήρωα της τραγωδίας, με το εξόδιο άσμα του χορού:

«Η φρόνηση είναι το πρώτο καλό

για την ευτυχία. Ανάγκη στα θεία

να έχεις ευσέβεια. Για λόγια μεγάλα

μεγάλες πληγές οι αλαζόνες πληρώνουν

κι αργά τα γεράματα φέρνουν τη γνώση…»

και στη συνέχεια η Μπαζάκου αναφέρεται στην βασική ηρωίδα της τραγωδίας:

«… Αντίθετα, στο πρόσωπο της Αντιγόνης αναγνωρίζουμε την ακατάβλητη ηθική αντίσταση του ανθρώπου εναντίον της αυθαιρεσίας και της βίας, που ασκεί κατά κανόνα η ανεξέλεγκτη πολιτική εξουσία. Είναι η ηρωική ψυχή που δεν ανέχεται την αδικία και τον παραλογισμό, την υπεροψία και την ύβρη της τυραννίας, και από το μεγαλείο της μοναξιάς της, αυτήν την κοινή μοίρα όλων των ηρώων, θα φωτίζει πάντα με τον εκθαμβωτικό θάνατό της το δρόμο της ανθρωπότητας επιβεβαιώνοντας το ότι ο άνθρωπος «θείας μετέσχε μοίρας».

Θα κλείσω με ένα χαρακτηριστικό το απόσπασμα της ομιλίας της Στέλλας Μπαζάκου – Μαραγκουδάκη για τις αρχαίες τραγωδίες, που έκανε στην Αθήνα το Δεκέμβρη του 2004: «… η βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται, έχει την ίδια απάνθρωπη αφετηρία και καταλήγει στο ίδιο σκοτεινό αποτέλεσμα: Στην εξουθένωση του ανθρώπου και την κατάλυση όλων των αξιών, που με τόσους μόχθους, αγώνες και αίμα, νόμισε πως κατάχτησε η Ανθρωπότητα παλεύοντας επίμονα μέσα στους αιώνες της ιστορίας της…»

Γιάννης Κύρκου Αικατερινάρης

Αρχιτέκτων, π. πρόεδρος του ΤΕΕ Κεντρ. Μακεδονίας

Πολύγυρος τηλ. 2371024560 και 6977460682

WordPress theme: Kippis 1.15